- ἄτακτοι
- ἄτακτοςnot in battle-ordermasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dictionary — For other uses, see Dictionary (disambiguation). For Wikimedia s dictionary project visit Wiktionary, or see the Wiktionary article. A multi volume Latin dictionary by Egidio Forcellini. A dic … Wikipedia
Philitas of Cos — Infobox Writer name= Philitas of Cos caption= The Philosopher (circa|250–200 BC) from the Antikythera wreck illustrates the style used by Hecataeus in his bronze of Philitas. birthdate= c. 340 BC deathdate= c. 285 BC occupation= Scholar and poet… … Wikipedia
Philétas — Pour les articles homonymes, voir Philétas (homonymie). Philétas … Wikipédia en Français
непослоушьливыи — (16) пр. Неповинующийся, непокорный: дрѹзии же нѣции ѿ тѣхъ манастырь. ˫ако непослѹшьливии изгоними. (ἄτακτοι) ΚΕ XII, 220б; ѹпои непослѹшлiвы˫а рабы ты. ПрЛ XIII, 72а; наслѣдьѥ неповиномоѥ || и люди непослѹшливы˫а (ἀπειϑεῖ) ГА XIII–XIV, 261в–г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
πανδούροι — οι άτακτοι ένοπλοι μισθοφόροι που δρούσαν κατά τη διάρκεια τών πολέμων τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και ιδίως στις κατεχόμενες από τους Αψβούργους χώρες … Dictionary of Greek
παραλυπώ — έω, Α 1. πειράζω, ενοχλώ κάποιον («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ ἐκεῑνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων», Θουκ.) 2. στρ. δημιουργώ στενότητα πεδίου δράσεως με αντιπερισπασμό («οὐ γὰρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν», Θουκ.) 3. παθ. παραλυποῡμαι,… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek